- ορροπυγοστικτος
- ὀρροπυγόστικτοςὀρροπῡγό-στικτος2с пятнистым или крапчатым хвостовым оперением Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ορροπυγόστικτος — ὀρροπυγόστικτος, ον (Α) αυτός που έχει την ουρά γεμάτη στίγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρροπύγιον + στικτός (< στίζω), πρβλ. ποικιλό στικτος] … Dictionary of Greek
ὀρροπυγόστικτοι — ὀρροπυγόστικτος having a spotted tail masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)